- ὑδροποσία
- ὑδρο-ποσία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A water-drinking, Hp. Acut.37, Int.45 (v.l. -πωσίη), X.Cyr.1.5.12, Pl.Lg.674a, Sor.1.65, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδροποσία — ὑδροποσίᾱ , ὑδροποσία water drinking fem nom/voc/acc dual ὑδροποσίᾱ , ὑδροποσία water drinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίᾳ — ὑδροποσίαι , ὑδροποσία water drinking fem nom/voc pl ὑδροποσίᾱͅ , ὑδροποσία water drinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροποσία — η / ὑδροποσία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδροποσίη και δ. τ. ὑδροπωσίη Α [υδροπότης] πόση νερού … Dictionary of Greek
υδροποσία — η το να πίνει κανείς νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδροποσίας — ὑδροποσίᾱς , ὑδροποσία water drinking fem acc pl ὑδροποσίᾱς , ὑδροποσία water drinking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίαι — ὑδροποσία water drinking fem nom/voc pl ὑδροποσίᾱͅ , ὑδροποσία water drinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίαν — ὑδροποσίᾱν , ὑδροποσία water drinking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίαις — ὑδροποσία water drinking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίη — ὑδροποσία water drinking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίην — ὑδροποσία water drinking fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροποσίης — ὑδροποσία water drinking fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)